Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΝΤΟΣ;


Καλούμαστε να ορίσουμε την έννοια «Πόντος»
Ποιος είναι ο Πόντος;
Ο Πόντος είναι η γη, όπου κατέληξε η κιβωτός του Δευκαλίωνα πατέρα του Έλληνα, στο όρος Καύκασος, μετά τον κατακλυσμό και η κιβωτός του Νώε στο όρος Αραράτ και συνεπώς είναι η γη, από όπου ξαναξεκίνησε ο πολιτισμός.
Ο Πόντος είναι η γη, όπου έφτασε κατά τη μυθολογία ο Φρίξος πετώντας στη ράχη ενός χρυσόμαλλου κριαριού. Ο Φρίξος, συκοφαντημένος οδηγείται στον τόπο της θυσίας και ενώ η αδελφή του η Έλλη κλαίει για τον επικείμενο χαμό του, ένα χρυσόμαλλο κριάρι κατεβαίνει από τον ουρανό. Τα δύο παιδιά πηδάνε στη ράχη του και φεύγουν πετώντας. Ενώ τραβούσαν προς την ανατολή, πάνω από μια στενή θάλασσα, η Έλλη ζαλίζεται και πέφτει! Από τότε η θάλασσα αυτή λέγεται Ελλήσποντος δηλαδή «Έλλης θάλασσα».
Μόνος του, ο Φρίξος συνεχίζει το ταξίδι, προχωράει στον Εύξεινο Πόντο, και τερματίζει στην Κολχίδα. Εκεί θυσιάζει το κριάρι στο Δία και χαρίζει το δέρμα του ζώου στον τοπικό βασιλιά Αιήτη. Το «χρυσόμαλλο δέρας» του κριαριού, ο Αιήτης το κρεμάει σε μια βελανιδιά και βάζει να το φυλάει ένας ακοίμητος δράκοντας.
Ο Πόντος είναι η γη, όπου εξεστράτευσαν για το «χρυσόμαλλο δέρας» οι Ήρωες της Αργοναυτικής Εκστρατείας, με πιο ονομαστούς τον Ιάσωνα, τον Ηρακλή και τον Θησέα. Πρόκειται για την πρώτη συλλογική ενέργεια Ελλαδιτών στον Πόντο.
Ο Πόντος είναι η γη των πολεμιστριών Αμαζόνων, γυναικοκρατούμενης κοινωνίας που κατοικούσαν πλησίον του ποταμού Θερμόδωντα.
O Πόντος είναι η γη, όπου εκστρατεύει ο Ήρωας Ηρακλής σε δύο άθλους του, σε έναν για την απόσπαση της ζώνης της Αμαζόνας βασίλισσας Ιππολύτης και σε άλλον για την απελευθέρωση του Προμηθέα, που ήταν αλυσοδεμένος στον Καύκασο, τιμωρημένος από τον Δία, γιατί παρέδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους.
O Πόντος είναι η γη, του οποίου οι πόλεις του συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο με το πλευρό των Τρώων, οι οποίοι ήταν ομόθρησκοι, ομόφυλοι και ομόγλωσσοι με τους Αχαιούς-Δαναούς, έχοντας κοινά πολιτισμικά στοιχεία και παραδόσεις.(«Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης» Έκτορας)(«Αιέν αριστεύειν και υπέροχον έμμεναι άλλων Μήδε γένος πατέρων αισχυνέμεν» Λύκιος Γλαύκος).
Ο Πόντος είναι η γη, όπου ιδρύουν νέες αποικίες οι ελληνικές πόλεις τον 8ου αιώνα πΧ, όπως η Ηράκλεια αποικία των Μεγαρέων, η Σινώπη, αποικία των Ιώνων της Μιλήτου, τα Κοτύωρα (η σημερινή Ορντού), η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, αποικίες των Σινωπέων δηλαδή, Ιωνικές κι αυτές και στη συνέχεια, πιο πέρα, μια αλυσίδα από ελληνικές πόλεις όπως η Φάσις, η Διοσκουριάς, το Παντικάπαιον, η Όλβια, η Θεοδοσία, η Οδησσός κλπ. Τέλος το 562 π.χ. οι Ίωνες της Φώκαιας ίδρυσαν την Αμισό (Σαμψούντα).
Ο Πόντος είναι η γη που θα συναντήσουν το 401 π.χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντα, έπειτα από πολύμηνη και πολύπαθη πορεία στο εσωτερικό της Ανατολίας. Εκεί στην Τραπεζούντα, καθώς και στις άλλες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου, θα βρουν φιλοξενία και ανακούφιση. Εκεί θα δεχτούν για ένα περίπου μήνα την περιποίηση των πατριωτών τους, θα κάνουν θυσίες στους κοινούς Θεούς, και θα οργανώσουν αθλητικούς αγώνες, θα δουν να χορεύεται ο χορός των Μαχαιριών, θα κινηθούν ελεύθερα σαν να πατάνε σε ελλαδικό έδαφος, και θα εφοδιαστούν με τρόφιμα και πλωτά μέσα, για να μπορέσουν να γυρίσουν στην πατρίδα.
Ο Πόντος είναι η γη του γεωγράφου Στράβωνα, του φιλοσόφου Διογένη του κυνικού.
Ο Πόντος είναι η γη των Μετάλλων. Πατρίδα του χάλυβα, του χαλκού και του αργύρου κατά τον Όμηρο και της τέχνης της σιδηρουργίας κατά τον Αισχύλο.
Ο Πόντος είναι η γη των Σατραπών Μιθριδατών που τον κατέστησαν για πολλά χρόνια ανεξάρτητο κράτος την εποχή που όλοι υποτάσσονται στη Ρώμη. Το κράτος αυτό έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του κατά τους χρόνους του
Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορα (120-63 π.χ.). Ο Μιθριδάτης ΣΤ' εκτός από τις πολεμικές του επιτυχίες, συντέλεσε και στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Ο ίδιος είχε ελληνική παιδεία, και περιστοιχιζόταν από Έλληνες διανοούμενους, ποιητές, φιλόσοφους, πολιτικούς, ιστορικούς, υπουργούς και αξιωματούχους, όπως οι περίφημοι στρατηγοί Νεοπτόλεμος και Αρχέλαος. Άλλωστε είχε μητέρα ελληνίδα, τη Λαοδίκη, που τον επιτρόπευε ως τα 12 χρόνια του, και ο ίδιος παντρεύτηκε ελληνίδα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προσπάθησε να εξελληνίσει το κράτος του, να συνενώσει τον ελληνικό με τον περσικό πολιτισμό, την ελληνική με την περσική θρησκεία, όπως είχε επιχειρήσει να κάνει και ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' διεξήγαγε εκστρατείες κατά των Ρωμαίων, και κατάφερε να απελευθερώσει την Αθήνα και τον Πειραιά. Από το 88 - 63 π.χ. διεξήχθησαν τρεις Μιθριδατικοί πόλεμοι, οπότε και καταδιωκώμενος σε ηλικία 69 ετών και ενώ ετοίμαζε νέα εκστρατεία κατά της Ρώμης, έχασε τη ζωή του στο Παντικάπαιο της Ταυρικής χερσονήσου, προδομένος από την αποστασία του Φαρυάκη.
Ο Πόντος είναι η γη των Αγίων, μερικοί από αυτούς:
Μέγας Βασίλειος γεννημένος στη Νεοκαισάρεια ασκηθής σε σπήλαιο στον Πόντο, και επίσκοπος Καισάρειας Καπαδοκίας.
Άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης (αδελφός του Μ. Βασιλείου),
Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων, με καταγωγή από την Αμάσεια,
Ευτρόπιος, Κλεόνικος και Βασιλίσκος, με καταγωγή από την Αμάσεια,
40 Μάρτυρες οι εκ Σεβάστειας,
Μάρτυς Κορδάτος, με καταγωγή από τη Νικομήδεια,
Αγιος Σέργιος ο Μάγιστρος, με καταγωγή από τη Παφλαγονία,
Μάρτυς Αντίοχος ο εκ Σεβάστειας,
Μεγαλομάρτυς Παντελεήμων, γεννημένος στη Νικομήδεια,
Μάρτυρες Ανδριανός και Ναταλία, με καταγωγή από τη Νικομήδεια,
Άγιος Σώφρονας, γεννημένος στη Χαλδία,
Μεγαλομάρτυς Σεβηριανός, με καταγωγή από την Σαβάστεια,
Ιερομάρτυς Φωκάς ο θαυματουργός, με καταγωγή από την Σινώπη,
Μεγαλομάτρυς Θεόδωρος Γαβράς, γεννημένος στην Άτρα της Χαλδίας,
Μάρτυρες Ευλάμπιος και Ευλαμπία από τη Νικομήδεια,
Όσιος Νικήτας ο Πατρίκιος, προερχόμενος από την Παφλαγονία,
Όσιος Συμεών ο Μεταφραστής από την Παφλαγονία,
Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νεοκαισάρειας, γεννημένος στη Νεοκαισάρεια,
Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, κόρη του Τοπάρχη Ηλιουπόλεως,
Ιερομάρτυς Μόδεστος Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων, με καταγωγή από την Σεβάστεια,
20.000 Μάρτυρες οι εν Νικομήδεια όπου και κάηκαν,
Ο Πόντος είναι η γη που ίσταται το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά τον 4ο μΧ αιώνα, από τους Μοναχούς Σοφρόνιο και Βαρνάβα που μετέφεραν εκεί την εικόνα της Παναγίας, μία από τις τρείς που είχε φιλοτεχνήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Ο Πόντος είναι η γη της Αυτοκράτειρας Αγίας Ελένης μητέρας του Μέγα Κων/νου η οποία αναζήτησε και βρήκε τον Τίμιο Σταυρό.
Ο Πόντος είναι η γη του Διγενή Ακρίτα ακούραστου, χιλιοτραγουδησμένου πολεμιστή, φρουρού των συνόρων του Βυζαντίου. Ατρόμητου όπως το λαό του.
Ο Πόντος είναι η γη των 27 Αυτοκρατόρων Κομνηνών, του Βυζαντίου που μετέφεραν το θρόνο για 260 χρόνια στην Τραπεζούντα, μετά την άλωση της «Πόλης» από του Λατίνους το 1204. Η Τραπεζούντα, Πόλη προγενεστέρα όλων των πόλεων του κόσμου σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό, Φαλμεράγιερ και αλωθείσα υπό των Τούρκων το 1461, δηλαδή 8 χρόνια αργότερα από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Πόντος είναι η γη των Υψηλάντηδων οικογένειας «Φαναριωτών» από την Υψηλή του Κάρς του Πόντου, που ηγήθηκαν της Φιλκής εταιρείας και οργάνωσαν την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, πολέμησαν στο Δραγατσάνι και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα της Πελοπονήσσου.
Ο Πόντος είναι η γη του Αντάρτικού της Σάντας και της Πάφρας. Των αγωνιστών Καπετάν Ευκλείδη, Αντών Πασσά, Ιστίλ Αγά κ.α.
Ο Πόντος είναι η γη που διεκδικήθηκε για τη σύσταση της Ποντοαρμενικής Δημοκρατίας με τη συνθήκη των Σεβρών.
Ο Πόντος είναι η γη των εκδιωχθέντων στα τάγματα εργασίας από το 1914 έως το 1922.
Ο Πόντος είναι η γη των 353.000 θυμάτων της γενοκτονίας που υπέστη από το καθεστώς των Νεοτούρκων με τη σφραγίδα του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ Πασσά με την αποβίβασή του στη Σαμσούντα την 19 Μαίου 1919.
Ο Πόντος είναι η γη των προσφύγων που ανταλλάχθηκαν με κριτήριο τη θρησκεία και όχι την εθνικότητα, το 1922 από την Τουρκία και χαλύβδωσαν τα Βόρεια σύνορα της Μητέρας Ελλάδας.
Γι’ αυτόν τον Πόντο είμαστε περήφανοι.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΑΡΑΚΑΘ ΣΟ ΧΩΡΙΟΝ

«Παρακάθ σο χωρίον»

Κοιτάω το ρολόι μου και η ώρα είναι 8 και μισή. Πρέπει να βιαστώ. Σε λίγο θα βρίσκομαι στο αγαπημένο μας μέρος, με τους αγαπημένους φίλους.
Είκοσι μέρες πέρασαν από την τελευταία μας συνάντηση και απ’ όσο θυμάμαι μέσα από τη γλυκιά ζάλη, φύγαμε όλοι με καρδιές γεμάτες και ψυχές θρεμμένες. Είκοσι μέρες που κι αυτές ήταν γεμάτες από ήχους και εικόνες που καταγράψαμε με τα μάτια και με τα κινητά τηλέφωνά μας. Όλα τα είχαμε συζητήσει. Το παίξιμο του κάθε λυράρη, την ομιλία του κάθε μεγάλου, το τραγούδι του κάθε φίλου. Και επήγαμε μερικά βήματα κι εμείς μπροστά, σ’ αυτά που κρατά χρόνια η ράτσα μας.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο με ένα ευχάριστο συναίσθημα. 7 λεπτά με χωρίζουν από τους Γεωργιανούς. Η διαδρομή μου προκαλεί ευφορία. Υψόμετρο, πολλά και μεγάλα δέντρα, άλλα άγρια, άλλα φυτεμένα. Σκιά του βουνού και δροσιά. Κάπως έτσι πρέπει να είναι και στον Πόντο.
Αρχίζω να ανεβαίνω το Βέρμιο. Περνάω δίπλα από το Πανόραμα και διακρίνω το μεγάλο κτίριο της «Ευξείνου Λέσχης». Και εκεί, ξέρω ότι διατηρείται με επιμέλεια μία φλόγα, μία εστία της παράδοσης που τόσο αγωνιώ ολάκερη να την γευτώ. Η λέσχη ξέρω, αυτό είναι το ένα σκέλος, το άλλο βρίσκεται πιο ψηλά. Είναι η «Παναγία Σουμελά». Το σύμβολο μας. Αυτό το βουνό που ανεβαίνω διάλεξαν οι παλαιοί όταν ήρθαν από την πατρίδα για να φέρουν τον «Πόντο». Και ήμουν τόσο τυχερός. Ήμουν τόσο κοντά σε όλα αυτά.
Τα δύο σκέλη ήταν γνωστά, το σώμα όμως που στήριζαν, το «είναι μας», το εξέφραζαν μερικοί άνθρωποι που θα συναντούσα σε εκείνο το χωριό. Απλοί, καθημερινοί, με λίγες γνώσεις στη θεωρία και διδακτορικό στην πράξη.
Πριν προλάβω να μπω στο μαγαζί του Τσάρτιλου, με παίρνει χαμπάρι από την κουζίνα η γυναίκα του, η κυρά Γεωργία. Τρέχει, μου σφίγγει το χέρι με το δουλεμένο χέρι της, σκύβω να με φιλήσει. Μας περίμενε και ήδη το μεγάλο τραπέζι είναι έτοιμο για να δεχτεί τα εδέσματα που έχει ετοιμάσει. Η γυναίκα αυτή, Πόντια με όλη τη σημασία, μας περιποιείται και μας αγαπάει σαν παιδιά της κάθε φορά που βρισκόμαστε εκεί.
Δυο τρεις φίλοι είναι ήδη εκεί, ο Πίνδαρος με το Γιωργάκη τον ανερχόμενο λυράρη, ο Μουχάλτς με το ηλιοκαμένο πρόσωπο, το αγνό βλέμμα του και την καθαρή ψυχή του, που σίγουρα μας σκέφτηκε και έφερε ρέγκες και στύπα. Είναι η τριάδα της Ραχιάς που πάντα στηρίζει την παρέα. Πόσα ατέλειωτα βράδια βρεθήκαμε μαζί. Δίπλα τους ο Νικόλας ο «Διοικητής», με τη λύρα του στη θήκη, έτοιμος να ξεσπαθώσει. Τους χαιρετώ εγκάρδια και τους ασπάζομαι. Είναι οι δικοί μου άνθρωποι.
Παίρνω αμέσως θέση δίπλα τους. Η θέση, κι αυτή ακόμα μελετημένη. Σκεφτόμαστε που θα καθίσει ο λυράρης. Που θα καθίσει ο ένας παλαιός και που θα καθίσει ο άλλος, για να απαντά στα δίστιχά του. Που θα κάνουμε χώρο για να έρθει, σαν Αρχηγός στη μέση της βραδιάς, ο Τσάρτιλος να μας ηγηθεί με το τραγούδι του.
Ένας ένας οι εραστές της τέχνης(ερασιτέχνες) μπαίνουν στο μαγαζί, και η ίδια εγκάρδια σκηνή επαναλαμβάνεται. Ο Νικόλας ο οδοντίατρος, ο Σύμος ο «ψηλόν», ο Σταύρος λυριτσίδων γενεάς, ο Γιώτης ο τραγουδιστής, ο Ιορδάνης ο στιχουργός, ο Βασίλης ο χοροδιδάσκαλος, ο Γαβράς ο λυράρης, πατήρ ή υιός, ο δυναμικός κυρ Αντώνης με τα στιχάκια για τον Τριπόταμο, ο Αντρέας που χτίζει τους κεμεντζέδες, ο Λάζαρος με τη βροντερή φωνή και το θερμό βλέμα, τα παιδιά της Ευξείνου Λέσχης, ο «Δικηγόρον», οι «κουμπάροι» και άλλοι πολλοί που έρχονται τυχαία και πολλές φορές αποτελούν ευχάριστη έκπληξη.
Μερικές φορές όταν μπαίνει κάποια χαρακτηριστική φυσιογνωμία όπως ο Καμπουρίδης ο γιατρός, το τραπέζι συνεγείρεται και ξεσπά σε χειροκροτήματα. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι το παιχνίδι έχει χοντρύνει και θέλει αγώνα για να πάρεις σειρά στο τραγούδι, όταν έχεις μπροστά σου έναν χείμαρρο όπως το γιατρό από την Καστανιά. Μετά από μισή ώρα όλοι έχουν πάρει τη θέση τους.
Ακολουθεί άλλη μισή ώρα φαγητού πάνω στο οποίο έχουμε το χρόνο να πούμε τα νέα μας και να αστειευτούμε γρήγορα γρήγορα, ξέροντας ότι σαν βγει η λύρα οι ομιλίες δεν επιτρέπονται. Αυτά γράφονται και στα «Διερμενίας για το παρακάθ», στο κάδρο που έχει κρεμάσει σε περίοπτη θέση στο μαγαζί ο Νικόλας ο οδοντίατρος, θέλοντας να θέσει κανόνες στη μυσταγωγία μας. Εδώ μπορούμε όλοι να μιλήσουμε τη γλώσσα της ράτσας μας, χωρίς να μας κοιτάζουν κάποιοι παράξενα. Λέξεις ξεχασμένες βγαίνουν από το χρονοντούλαπο και τα βιβλία, για να αποχτήσουν ήχο και νόημα. Να ακουστούν εύηχα στα αυτιά μας.
Πάντα πρωταγωνιστής σε αυτό το μισάωρο είναι ο αγαπητός μας Κυριάκος, ο γίγαντας με την αγνή ψυχή, που στρώνει το τραπέζι και μας περιποιείται σαν αδέρφια του. Ο ίδιος έχει πει πως όταν μαθαίνει ότι θα έρθει η «μεγάλη παρέα», τρέχει να έρθει στο μαγαζί γιατί τον ευχαριστεί να μας φιλεύει. Έχει τι χάρη του και αυτό το μισάωρο, πολλά λέμε, πολλά ακούμε όλα χρήσιμα.
Κάποιος τότε παίρνει την πρωτοβουλία να δώσει εντολή σε έναν από τους λυράρηδες να πάρει τη λύρα και είναι δύσκολη η επιλογή καθώς είναι τόσοι πολλοί. Συνήθως παίρνει το τιμόνι ο Γιώτης ο καλλιτέχνης και το ταξίδι ξεκινάει. Οι σκοποί απλοί, δωρικοί πάντα επιτραπέζιοι «…Μα την Παναϊα λέγω», «… Βαρύν λόγον μη λέτε ατό», «Μίαν αδά, μίαν ακεί… εσύ τίνος είσαι» έτοιμοι να δεχτούν όλα τα παλαιά δίστοιχα. Αλλά και αυτά τα παμποντιακά «Αητέντς επαραπέτανεν…», «Τη τρίχας το γεφύρι» μας κάνουν να τραγουδάμε όλοι μαζί ενωμένοι. Με αυτά τα τραγούδια εξηγώ με ποιο τρόπο οι παλαιοί κρατούσαν ενωμένοι για να πολεμούν τον κάθε εχθρό.
Η παρέα ζεσταίνεται σιγά σιγά, πότε με το τσίπουρο, πότε με τα θερμά λόγια του ενός για τον άλλον, πότε με ένα φλογερό δίστιχο για πόνους και καημούς αλλά και για την Πατρίδα που κανένας μας δε γνώρισε.
Όλα κυλούν όπως πάντα. Οι θαρραλέοι όπως ο γιατρός, ο Σύμος, ο Μουχάλτς σηκώνονται όρθιοι να πουν το δίστοιχό τους, οι μετριόφρονες τραγουδούν καθήμενοι, ενώ οι εκπαιδευόμενοι επαναλαμβάνουν τα στοιχάκια των άλλων. Άλλες πάλι φορές, σε σκοπούς κυρίως «ομάλ», ανταλλάζονται στιχάκια περιπαιχτικά, ακόμα και της στιγμής αυτοσχέδια και μας κάνουν έτσι απλά «να χαρούμε» κάτι που χρόνια έχει χαθεί από τη σύγχρονη διασκέδαση. Η λύρα αλλάζει χέρια από τον μεγάλο στον μικρό, από τον αυτοδίδακτο στον μουσικό και όλα καταλήγουν στον έναν, τον «Τσάρτιλο».
Ζει πιστεύω και αυτός για αυτή τη μαγική στιγμή, που η παρέα θα τον καλέσει με επιμονή και αυτός με σεμνότητα θα αποδεχτεί την πρόσκληση. Η τρανή λύρα βγαίνει από το θηκάρι. Δεν ακούγεται το παραμικρό και όλοι κρέμονται από το δοξάρι του μοναδικού αυτού ανθρώπου. Η λύρα του «κωδωνίζ» στα αυτιά και τις ψυχές μας και η λαλιά του προξενεί πάντα το ίδιο ρίγος, το ίδιο συναίσθημα όπως τότε την πρώτη φορά, που τυχαία κάποιος πήρε έναν έναν από εμάς και μας έφερε εδώ να τον ακούσουμε.
Ήχοι κυρίως από Σάντα και Κρώμνη όπως «Ασχώρετον…» «Άνοιξον ρίζαμ, άνοιξον…», «Λεγνή, λεγνέσα…», «Η ζουπούνατς ες πλουμία…», «Ση μαχαλάσ’ εδούλευα…» και αυτός ο ύμνος των παρακαθιστών του Τσάρτιλου «ο Τσόπανος» με τις πολλές επαναλήψεις του δεύτερου στίχου και τον επικό χαρακτήρα, δίνουν αέρα ελπιδοφόρο στη βραδιά.
Δεν αρέσουν στον Τσάρτιλο τα μη ελπιδοφόρα στιχάκια. Προσφέρει την τέρψη. Την αγωγή της ψυχής και όχι τη μεμψιμοιρία. Κάθε του κίνηση αυθόρμητη και ταυτόχρονα προετοιμασμένη, κάθε δοξαριά του χιλιοπαιγμένη και ταυτόχρονα μοναδική.
Όχι δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Ο Ορφέας είναι μπροστά μας. Και άλλες φορές θαρρώ πως είναι ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, που με το παίξιμό του μας μιλά και μας μαθαίνει το νόημα του «Πόντου», που χρόνια αναζητούσαμε.
Είμαστε άτυχοι δεν γνωρίσαμε την Πατρίδα. Δεν γνωρίσαμε τον Πόντο. Όμως γνωρίσαμε τον Τσάρτιλο. Αυτά που νιώθουμε όταν τον ακούμε, μήπως αυτά είναι ο Πόντος; Είχαν Τσάρτιλο στον Πόντο άραγε; Εμείς έχουμε και αυτή είναι η παρηγοριά μας για τη στέρηση της γενέθλιας γης.
Μετά το χειροκρότημα που με θέρμη του αποδίδουμε ακολουθεί συνήθως κάποιος νεαρός λυράρης που μας ξεσηκώνει να χορέψουμε, όπως χόρευαν οι παλαιοί, χωρίς μεγάφωνα, χωρίς μικρόφωνα και τραγουδιστές, αλλά ανταλλάσσοντας στίχους μέσα στον κύκλο, σαν το «Χορό» στις αρχαίες τραγωδίες.
Οι σκοποί που ξεσηκώνουν είναι πάντα της Ματσούκας, και αν είναι και κανένας μερακλής στο χορό, βλέπουμε πράγματα που δύσκολα μπορούν να διδαχτούν με μέθοδο, αλλά απαιτούν ανάλογα βιώματα που πασχίζουμε να αποκτήσουμε και εμείς.
Τότε διαπιστώνω ότι είμαστε συμπρωταγωνιστές σε αυτό το έργο. Η κυρά Γεωργία, ο Κυριάκος, ο Τσάρτιλος, και όσοι έμειναν από τις διπλανές παρέες του καφενείου, χαίρονται να κάθονται να μας παρατηρούν όταν χορεύουμε, τραγουδούμε και καταθέτουμε την ψυχή μας. Τόσες φορές έχουν δει να χορεύεται το τικ, σε γάμους, σε πανηγύρια, σε εκδηλώσεις, στην τηλεόραση, και όμως δεν χορταίνουν. Κάτι παραπάνω έχει και ο χορός σε αυτό εδώ το μέρος.
Ίσως αυτή τελικά είναι η μαγεία της βραδιάς, το ότι είμαστε συμπρωταγωνιστές στο τραγούδι, το χορό, τη λύρα, τα αστεία, τις ποντιακές συζητήσεις. Είναι και η έλξη του Τσάρτιλου που μας τραβάει, η συμπεριφορά του, τα λόγια του.(Πάντα έχει ένα καλό λόγο για τον καθένα από εμάς).
Και καθώς η βραδιά φτάνει στο τέλος της δίδεται το σύνθημα να παίξει ο λυράρης το «αχπαστόν» που μας υπενθυμίζει ότι ήρθε η ώρα.
Ξημερώματα όπως πάντα θα φύγουμε με καρδιές γεμάτες και ψυχές θρεμμένες, έτοιμοι να βουτήξουμε στην καθημερινότητα που για λίγο μας την στέρησε αυτή η παρέα. Στιγμές πάλι εγκάρδιες εκτυλίσσονται μεταξύ μας, ο ένας χαιρετά τον άλλον, ο ένας καλεί τον άλλον να βρεθούνε κι αλλού, να βρεθούμε όλοι μαζί και πάλι, και όλοι φεύγουν για τα σπίτια τους.
Τα φώτα σβήνουν, το μαγαζί κλείνει και ο Τσάρτιλος ανεβαίνει στο τρακτέρ μαζί με τη γαρή του για να κινήσει για το σπίτι. Όλοι στο χωριό κοιμούνται σα να μην έχουν ιδέα τι έγινε σε εκείνο το καφενείο.
Για μας ήταν σα να ταξιδέψαμε στον Πόντο και γυρίσαμε. Αύριο μια καινούργια ημέρα αρχίζει...

2800 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΛΙΓΑ

2800 χρόνια ιστορία είναι πολύ λίγα
Ο πλανήτης γη κατοικείται από ανθρώπους που χωρίζονται σε λαούς οι οποίοι διαφέρουν στην όψη, στις συνήθειες στην κουλτούρα, έχουν όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό: Όλοι πιστεύουν ότι είναι ο «περιούσιος λαός» και ότι υπερέχουν των άλλων. Η παραπάνω κατάσταση καταντά γραφική, όταν συνοδεύεται από αστήρικτα επιχειρήματα που κατά καιρούς χρησιμοποιούν κάποια κέντρα, είτε για δημιουργία εντυπώσεων στον αντίπαλο, είτε για ανύψωση του ηθικού των ιδίων, εσωτερική κατανάλωση και χειραγώγηση.
Ο ποντιακός λαός είναι και αυτός ένας λαός που προσπαθεί με τη στάση του να αποδείξει ένα είδος πολιτισμικής ανωτερότητας, σε σχέση με τις άλλες φυλές, σύνδρομο το οποίο προφανώς πηγάζει και από τον μεγάλο ξεριζωμό που υπέστη το 1922, μετά τον οποίο προσπάθησε να κοινωνικοποιηθεί στην κοινωνία του νεοελληνικού κράτους, αλλά και από τον, από τη φύση του, δραστήριο χαρακτήρα του, σε βαθμό που πολλές φορές να παρεξηγείται. Σε όλες τις ομιλίες και σε όλα τα έντυπα που αφορούν τον ποντιακό ελληνισμό δεν χάνεται η ευκαιρία να τονιστεί ότι ο πολιτισμός αυτός την έχει μεγάλη ηλικία των 2800 ετών, δηλαδή από τον αποικισμό της περιοχής από τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και από τις παράλιες πόλεις της Ανατολικής Μικράς Ασίας (Μίλητος κλπ).
Τα επιχειρήματα όμως που παρατίθενται ακολούθως δύναται να αποδείξουν ότι 2800 χρόνια ιστορίας, είναι μεγάλη έκπτωση για τον Ποντιακό πολιτισμό, η αρχή του οποίου χάνεται στις χιλιετηρίδες:
Από την κοσμογονία του Ησίοδου είναι γνωστό ότι πρώτα από όλα γεννήθηκε η γή και ο πόντος (Θάλασσα). Το απλό ερώτημα που προκύπτεί είναι γιατί ενώ υπάρχουν γνωστότερες θάλασσες σήμερα, αυτές δεν ονομάζονται πλέον «πόντος» παρά μόνον η Μαύρη θάλασσα. Επίσης πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις το γεγονός ότι η λέξη «θάλασσα» είναι αγνώστου ετυμολογίας στην Αρχαία Ελληνική στην οποία είχε ευρύτερη χρήση η λέξη «πόντος» και «πέλαγος» (Λεξικό Μπαμπινιώτη).
Το σημαντικότερο στοιχείο του πολιτισμού η φωτιά κατέχεται κατά τη μυθολογία από τους Θεούς και αυτός ο Προμηθέας που το παραδίδει στους ανθρώπους τιμωρείται σε δεσμά στον Καύκασο και συνεπώς η περιοχή ήταν γνωστή.
Ο κατακλυσμός είτε του Δευκαλίωνα σύμφωνα με την «ελληνική» μυθολογία, είτε του Νώε σύμφωνα με τη Βίβλο των Εβραίων, καταλήγει στη διάσωση της ζωής, με την κιβωτό, στο όρος Καύκασο ή Αραράτ από όπου και ξαναξεκινά η διάδοσή της, γεγονός που μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι ο πολιτισμός ξαναγεννήθηκε και ξαναήρθε από εκεί στον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Ηρακλής, ο μεγαλύτερος ήρωας των Ελλήνων, αναλαμβάνει να επισκεφθεί την περιοχή το
υ πόντου (Καύκασος) για την απελευθέρωση του Προμηθέα, συμμετέχει με τον Ιάσονα στην Αργοναυτική Εκστρατεία και αναλαμβάνει αποστολή για την αρπαγή της ζώνης της βασίλισσας των Αμαζόνων Υπολίτης, βασίλειο που βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Θερμόδωντα του Πόντου. Ο δε Βασιλιάς της Κολιχίδας, Αίτης υποδέχεται φιλόξενα τους Αργοναύτες, σα να είχε από παλιά δεσμούς με τους λαούς του Αιγαίου, οι οποίοι ως «Εκστρατεία» προφανώς δεν είναι φορτωμένοι σε ένα μόνο καράβι, αλλά δύναται να είναι οι πρώτη οργανωμένη μεταφορά πληθυσμών από το Αιγαίο στον Πόντο. («Ελληνική Μυθολογία» Ι.Θ.Κακριδή).
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί εμείς μαθαίνουμε ότι ο Πόντος αποικίστηκε τον 8Ο αιώνα π.Χ. θεωρώντας τους Αργοναύτες και τον Ηρακλή ανήμπορους να πείσουν τις Ελληνικές πόλεις να «επενδύσουν» στην περιοχή.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου βλέπουμε του «Ελλαδίτες» Θεούς να μοιράζονται και οι μισοί να υποστηρίζουν τους Τρώες. Είναι γνωστό ότι οι πόλεις του Πόντου συμμετέχουν στον Τρωικό πόλεμο στο πλευρό των Τρώων. Εκτός από κοινή θρησκεία βλέπουμε επίσης κοινά ήθη κοινή γλώσσα και για το λόγο αυτόν στο ιστορικό έργο του μεγάλου μας ιστορικού Κ. Παπαρηγόπουλου αναφέρεται ότι οι δύο αντίπαλοι Αχαιοί και Τρώες, «αποτελούσαν ένα σύνολο εσωτερικά ενιαίο, ομόφυλο, ομόγλωσσο από το οποίο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο ιδιαίτερος ελληνικός κόσμος…». Το απόφθεγμα «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρις» που είπε ο Έκτορας, δεν ταιριάζει σε «βάρβαρους» λαούς που περιμένουν τους Μηλισσίους για να τους εκπολιτίσουν.
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι πως ένα από τόσο παλιά γνωστό μέρος όπως είναι ο Εύξεινος Πόντος αποφασίζεται να γίνει αποικία τόσο αργά, δηλαδή περί τον 7ο αιώνα π.Χ από έναν τόσο δραστήριο στο εμπόριο, τις τέχνες, τα γράμματα και τη ναυσιπλοία λαό. Και εφόσον ο Τρωικός Πόλεμος ιστορικά τοποθετείται το 1270 π.Χ . γιατί αυτοί που νίκησαν και είχαν πλέον τα στενά δικά τους, δεν έκαναν τότε αποικία τους τον Πόντο.
Αργότερα όπως είναι ευρέως γνωστό έχουμε κάθοδο των Δωριέων (1104 π.Χ), η μίξη του πολιτισμού των οποίων με τον πολιτισμό των Αχαιών δημιουργεί τον Αρχαίο κλασικό Ελληνικό πολιτισμό.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί αυτοί που ήρθαν για να βρουν κάτι καλύτερο στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο, ξαναφεύγουν για να αποικήσουν περί τον 8ο αιώνα π.Χ. τον άγνωστο Πόντο. Ακόμα και αν είναι έτσι δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι πήγαιναν σε ένα γνωστό μέρος για να αποικίσουν πιθανώς τη γενέτειρά τους.
Η διαφορά στην ισχύ των Δωριέων με τους Αχαιούς λέγεται ότι ήταν τα σιδερένια όπλα τους. Όμως μεταλλεία σιδήρου δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν στη Βορειοανατολική Ευρώπη και απεναντίας υπήρχαν στον Πόντο όπου είχε αναπτυχθεί γενικώς η μεταλλουργία, εξ ου και κάτοικοι Χάλυβες στην περιοχή Χαλδίας για τους οποίους ο Αρριανός λέει «Χάλυβες πρώτοι ανθρώπων αιτίαν έχουσι χαλκώσασθαι σίδηρον». Άρα αυτοί που ζούσαν στον Πόντο θα είχαν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν την ισχύ τους και την πολεμική τους παράδοση και να επιβληθούν στο χώρο του Αιγαίου. Γιατί άραγε δεν το έκαναν;
Εξάλλου η λέξη «άποικος» κατά κοινή ομολογία έχει θετική έννοια καθώς προϋποθέτει ειρηνική εγκατάσταση του νέου πληθυσμού με τον παλαιό και αυτή είναι η διαφορά της από τον «έποικο». Ιστορικά πουθενά στην περιοχή δεν αναφέρεται πολεμικό επεισόδιο τον 8ο αιώνα και συνεπώς το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον των «παλαιών και νέων» κατοίκων ήταν κοινό.
Στο βιβλίο του Φαλμεράγιερ «Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας» υποστηρίζεται με βάση αρχαία κείμενα ότι «η αρχαιότατη Ελλάδα και οι αρχαιότατες ελληνικές πόλεις δεν πρέπ
ει να αναζητηθούν στην Πελοπόννησο ούτε στην Αττική ή στη Δωρίδα αλλά στις κοιλάδες του Καυκάσου και στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου, όπως μπορεί κανείς να ανακαλύψει εκεί για πρώτη φορά και τα ονόματα Αιθιοπία, Ευρώπη, Λιβύη και τις περισσότερες ονομασίες ποταμών και δρόμων της μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ελλάδας».
Στο ίδιο βιβλίο υποστηρίζεται ότι η Αρκαδική Τραπεζούντα είναι αποικία της πρεσβυτέρα ποντιακής Τραπεζούντας και όχι το αντίθετο. Ο παραπάνω συγγραφέας όσο και αν έχει αμφισβητηθεί, δεν παύει να αποτελεί πηγή προβληματισμού, καθώς επικαλείται πάντα αυθεντικά κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.
Εν κατακλείδι είναι γνωστό ότι όλοι μας μάθαμε αυτά τα λίγα για την Ιστορία του Πόντου και της Μικράς Ασίας από το Νεοελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ας σκεφτούμε τώρα «ανάποδα». Έστω ότι η περιοχή του Πόντου και γενικότερα της Μικράς Ασίας είχε ελληνικούς-πελασγικούς πληθυσμούς τουλάχιστον από το 4000 π.Χ. Θα συνέφερε σε κάποιους να μη μάθει ποτέ ο «πρόσφυγας» ότι προέχεται από το ίδιο «κράμα» με τον εντόπιο Έλληνα και ότι ήταν αυτόχθων
κάτοικος της γενέτειρά του; Προφανώς ναι γιατί τότε θα αισθάνεται χρεωμένος και «υποχρεωμένος» με χαμηλή αυτοεκτίμηση και έτσι καθίσταται εύκολος χειρισμού. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα με τους αποκαλούμενους «Ρωσοπόντιους» με τους οποίους συγκρίνονται οι παλαιοί Πόντιοι για το βαθμό της Ποντιακής καθαρότητάς τους. Και αυτοί προσπαθούν να αποδείξουν το αυτονόητο ότι αφού προέρχονται από τη γενέθλια γη του Πελασγικού πολιτισμού, είναι καθαροί Πόντιοι και Έλληνες. Αν Λοιπόν γίνει σε όλους μας γνωστό ότι «εμείς ακεκά έμνες» τότε σε εκείνην την Πατρίδα έχουμε δικαίωμα να είμαστε γνήσιοι κληρονόμοι και δικαιούμαστε μερίδιο.