Κοιτάω το ρολόι μου και η ώρα είναι 8 και μισή. Πρέπει να βιαστώ. Σε λίγο θα βρίσκομαι στο αγαπημένο μας μέρος, με τους αγαπημένους φίλους.
Είκοσι μέρες πέρασαν από την τελευταία μας συνάντηση και απ’ όσο θυμάμαι μέσα από τη γλυκιά ζάλη, φύγαμε όλοι με καρδιές γεμάτες και ψυχές θρεμμένες. Είκοσι μέρες που κι αυτές ήταν γεμάτες από ήχους και εικόνες που καταγράψαμε με τα μάτια και με τα κινητά τηλέφωνά μας. Όλα τα είχαμε συζητήσει. Το παίξιμο του κάθε λυράρη, την ομιλία του κάθε μεγάλου, το τραγούδι του κάθε φίλου. Και επήγαμε μερικά βήματα κι εμείς μπροστά, σ’ αυτά που κρατά χρόνια η ράτσα μας.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο με ένα ευχάριστο συναίσθημα. 7 λεπτά με χωρίζουν από τους Γεωργιανούς. Η διαδρομή μου προκαλεί ευφορία. Υψόμετρο, πολλά και μεγάλα δέντρα, άλλα άγρια, άλλα φυτεμένα. Σκιά του βουνού και δροσιά. Κάπως έτσι πρέπει να είναι και στον Πόντο.
Αρχίζω να ανεβαίνω το Βέρμιο. Περνάω δίπλα από το Πανόραμα και διακρίνω το μεγάλο κτίριο της «Ευξείνου Λέσχης». Και εκεί, ξέρω ότι διατηρείται με επιμέλεια μία φλόγα, μία εστία της παράδοσης που τόσο αγωνιώ ολάκερη να την γευτώ. Η λέσχη ξέρω, αυτό είναι το ένα σκέλος, το άλλο βρίσκεται πιο ψηλά. Είναι η «Παναγία Σουμελά». Το σύμβολο μας. Αυτό το βουνό που ανεβαίνω διάλεξαν οι παλαιοί όταν ήρθαν από την πατρίδα για να φέρουν τον «Πόντο». Και ήμουν τόσο τυχερός. Ήμουν τόσο κοντά σε όλα αυτά.
Τα δύο σκέλη ήταν γνωστά, το σώμα όμως που στήριζαν, το «είναι μας», το εξέφραζαν μερικοί άνθρωποι που θα συναντούσα σε εκείνο το χωριό. Απλοί, καθημερινοί, με λίγες γνώσεις στη θεωρία και διδακτορικό στην πράξη.
Πριν προλάβω να μπω στο μαγαζί του Τσάρτιλου, με παίρνει χαμπάρι από την κουζίνα η γυναίκα του, η κυρά Γεωργία. Τρέχει, μου σφίγγει το χέρι με το δουλεμένο χέρι της, σκύβω να με φιλήσει. Μας περίμενε και ήδη το μεγάλο τραπέζι είναι έτοιμο για να δεχτεί τα εδέσματα που έχει ετοιμάσει. Η γυναίκα αυτή, Πόντια με όλη τη σημασία, μας περιποιείται και μας αγαπάει σαν παιδιά της κάθε φορά που βρισκόμαστε εκεί.
Δυο τρεις φίλοι είναι ήδη εκεί, ο Πίνδαρος με το Γιωργάκη τον ανερχόμενο λυράρη, ο Μουχάλτς με το ηλιοκαμένο πρόσωπο, το αγνό βλέμμα του και την καθαρή ψυχή του, που σίγουρα μας σκέφτηκε και έφερε ρέγκες και στύπα. Είναι η τριάδα της Ραχιάς που πάντα στηρίζει την παρέα. Πόσα ατέλειωτα βράδια βρεθήκαμε μαζί. Δίπλα τους ο Νικόλας ο «Διοικητής», με τη λύρα του στη θήκη, έτοιμος να ξεσπαθώσει. Τους χαιρετώ εγκάρδια και τους ασπάζομαι. Είναι οι δικοί μου
Παίρνω αμέσως θέση δίπλα τους. Η θέση, κι αυτή ακόμα μελετημένη. Σκεφτόμαστε που θα καθίσει ο λυράρης. Που θα καθίσει ο ένας παλαιός και που θα καθίσει ο άλλος, για να απαντά στα δίστιχά του. Που θα κάνουμε χώρο για να έρθει, σαν Αρχηγός στη μέση της βραδιάς, ο Τσάρτιλος να μας ηγηθεί με το τραγούδι του.
Ένας ένας οι εραστές της τέχνης(ερασιτέχνες) μπαίνουν στο μαγαζί, και η ίδια εγκάρδια σκηνή επαναλαμβάνεται. Ο Νικόλας ο οδοντίατρος, ο Σύμος ο «ψηλόν», ο Σταύρος λυριτσίδων γενεάς, ο Γιώτης ο τραγουδιστής, ο Ιορδάνης ο στιχουργός, ο Βασίλης ο χοροδιδάσκαλος, ο Γαβράς ο λυράρης, πατήρ ή υιός, ο δυναμικός κυρ Αντώνης με τα στιχάκια για τον Τριπόταμο, ο Αντρέας που χτίζει τους κεμεντζέδες, ο Λάζαρος με τη βροντερή φωνή και το θερμό βλέμα, τα παιδιά της Ευξείνου Λέσχης, ο «Δικηγόρον», οι «κουμπάροι» και άλλοι πολλοί που έρχονται τυχαία και πολλές φορές αποτελούν ευχάριστη έκπληξη.
Μερικές φορές όταν μπαίνει κάποια χαρακτηριστική φυσιογνωμία όπως ο Καμπουρίδης ο γιατρός, το τραπέζι συνεγείρεται και ξεσπά σε χειροκροτήματα. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι το παιχνίδι έχει χοντρύνει και θέλει αγώνα για να πάρεις σειρά στο τραγούδι, όταν έχεις μπροστά σου έναν χείμαρρο όπως το γιατρό από την Καστανιά. Μετά από μισή ώρα όλοι έχουν πάρει τη θέση τους.
Ακολουθεί άλλη μισή ώρα φαγητού πάνω στο οποίο έχουμε το χρόνο να πούμε τα νέα μας και να αστειευτούμε γρήγορα γρήγορα, ξέροντας ότι σαν βγει η λύρα οι ομιλίες δεν επιτρέπονται. Αυτά γράφονται και στα «Διερμενίας για το παρακάθ», στο κάδρο που έχει κρεμάσει σε περίοπτη θέση στο μαγαζί ο Νικόλας ο οδοντίατρος, θέλοντας να θέσει κανόνες στη μυσταγωγία μα
Πάντα πρωταγωνιστής σε αυτό το μισάωρο είναι ο αγαπητός μας Κυριάκος, ο γίγαντας με την αγνή ψυχή, που στρώνει το τραπέζι και μας περιποιείται σαν αδέρφια του. Ο ίδιος έχει πει πως όταν μαθαίνει ότι θα έρθει η «μεγάλη παρέα», τρέχει να έρθει στο μαγαζί γιατί τον ευχαριστεί να μας φιλεύει. Έχει τι χάρη του και αυτό το μισάωρο, πολλά λέμε, πολλά ακούμε όλα χρήσιμα.
Κάποιος τότε παίρνει την πρωτοβουλία να δώσει εντολή σε έναν από τους λυράρηδες να πάρει τη λύρα και είναι δύσκολη η επιλογή καθώς είναι τόσοι πολλοί. Συνήθως παίρνει το τιμόνι ο Γιώτης ο καλλιτέχνης και το ταξίδι ξεκινάει. Οι σκοποί απλοί, δωρικοί πάντα επιτραπέζιοι «…Μα την Παναϊα λέγω», «… Βαρύν λόγον μη λέτε ατό», «Μίαν αδά, μίαν ακεί… εσύ τίνος είσαι» έτοιμοι να δεχτούν όλα τα παλαιά δίστοιχα. Αλλά και αυτά τα παμποντιακά «Αητέντς επαραπέτανεν…», «Τη τρίχας το γεφύρι» μας κάνουν να τραγουδάμε όλοι μαζί ενωμένοι. Με αυτά τα τραγούδια εξηγώ με ποιο τρόπο οι παλαιοί κρατούσαν ενωμένοι για να πολεμούν τον κάθε εχθρό.
Η παρέα ζεσταίνεται σιγά σιγά, πότε με το τσίπουρο, πότε με τα θερμά λόγια του ενός για τον άλλον, πότε με ένα φλογερό δίστιχο για πόνους και καημούς αλλά και για την Πατρίδα που κανένας μας δε γνώρισε.
Όλα κυλούν όπως πάντα. Οι θαρραλέοι όπως ο γιατρός, ο Σύμος, ο Μουχάλτς σηκώνονται όρθιοι να πουν το δίστοιχό τους, οι μετριόφρονες τραγουδούν καθήμενοι, ενώ οι εκπαιδευόμενοι επαναλαμβάνουν τα στοιχάκια των άλλων. Άλλες πάλι φορές, σε σκοπούς κυρίως «ομάλ», ανταλλάζονται στιχάκια περιπαιχτικά, ακόμα και της στιγμής αυτοσχέδια και μας κάνουν έτσι απλά «να χαρούμε» κάτι που χρόνια έχει χαθεί από τη σύγχρονη διασκέδαση. Η λύρα αλλάζει χέρια από τον μεγάλο στον μικρό, από τον αυτοδίδακτο στον μουσικό και όλα καταλήγουν στον έναν, τον «Τσάρτιλο».
Ζει πιστεύω και αυτός για αυτή τη μαγική στιγμή, που η παρέα θα τον καλέσει με επιμονή και αυτός με σεμνότητα θα αποδεχτεί την πρόσκληση. Η τρανή λύρα βγαίνει από το θηκάρι. Δεν ακούγεται το
Ήχοι κυρίως από Σάντα και Κρώμνη όπως «Ασχώρετον…» «Άνοιξον ρίζαμ, άνοιξον…», «Λεγνή, λεγνέσα…», «Η ζουπούνατς ες πλουμία…», «Ση μαχαλάσ’ εδούλευα…» και αυτός ο ύμνος των παρακαθιστών του Τσάρτιλου «ο Τσόπανος» με τις πολλές επαναλήψεις του δεύτερου στίχου και τον επικό χαρακτήρα, δίνουν αέρα ελπιδοφόρο στη βραδιά.
Δεν αρέσουν στον Τσάρτιλο τα μη ελπιδοφόρα στιχάκια. Προσφέρει την τέρψη. Την αγωγή της ψυχής και όχι τη μεμψιμοιρία. Κάθε του κίνηση αυθόρμητη και ταυτόχρονα προετοιμασμένη, κάθε δοξαριά του χιλιοπαιγμένη και ταυτόχρονα μοναδική.
Όχι δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Ο Ορφέας είναι μπροστά μας. Και άλλες φορές θαρρώ πως είναι ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, που με το παίξιμό του μας μιλά και μας μαθαίνει το νόημα του «Πόντου», που χρόνια αναζητούσαμε.
Είμαστε άτυχοι δεν γνωρίσαμε την Πατρίδα. Δεν γνωρίσαμε τον Πόντο. Όμως γνωρίσαμε τον Τσάρτιλο. Αυτά που νιώθουμε όταν τον ακούμε, μήπως αυτά είναι ο Πόντος; Είχαν Τσάρτιλο στον Πόντο άραγε; Εμείς έχουμε και αυτή είναι η παρηγοριά μας για τη στέρηση της γενέθλιας γης.
Μετά το χειροκρότημα που με θέρμη του αποδίδουμε ακολουθεί συνήθως κάποιος νεαρός λυράρης που
Οι σκοποί που ξεσηκώνουν είναι πάντα της Ματσούκας, και αν είναι και κανένας μερακλής στο χορό, βλέπουμε πράγματα που δύσκολα μπορούν να διδαχτούν με μέθοδο, αλλά απαιτούν ανάλογα βιώματα που πασχίζουμε να αποκτήσουμε και εμείς.
Τότε διαπιστώνω ότι είμαστε συμπρωταγωνιστές σε αυτό το έργο. Η κυρά Γεωργία, ο Κυριάκος, ο Τσάρτιλος, και όσοι έμειναν από τις διπλανές παρέες του καφενείου, χαίρονται να κάθονται να μας παρατηρούν όταν χορεύουμε, τραγουδούμε και καταθέτουμε την ψυχή μας. Τόσες φορές έχουν δει να χορεύεται το τικ, σε γάμους, σε πανηγύρια, σε εκδηλώσεις, στην τηλεόραση, και όμως δεν χορταίνουν. Κάτι παραπάνω έχει και ο χορός σε αυτό εδώ το μέρος.
Ίσως αυτή τελικά είναι η μαγεία της βραδιάς, το ότι είμαστε συμπρωταγωνιστές στο τραγούδι, το χορό, τη λύρα, τα αστεία, τις ποντιακές συζητήσεις. Είναι και η έλξη του Τσάρτιλου που μας τραβάει, η συμπεριφορά του, τα λόγια του.(Πάντα έχει ένα καλό λόγο για τον καθένα από εμάς).
Και καθώς η βραδιά φτάνει στο τέλος της δίδεται το σύνθημα να παίξει ο λυράρης το «αχπαστόν» που μας υπενθυμίζει ότι ήρθε η ώρα.
Ξημερώματα όπως πάντα θα φύγουμε με καρδιές γεμάτες και ψυχές θρεμμένες, έτοιμοι να βουτήξουμε στην καθημερινότητα που για λίγο μας την στέρησε αυτή η παρέα. Στιγμές πάλι εγκάρδιες εκτυλίσσονται μεταξύ μας, ο ένας χαιρετά τον άλλον, ο ένας καλεί τον άλλον να βρεθούνε κι αλλού, να βρεθούμε όλοι μαζί και πάλι, και όλοι φεύγουν για τα σπίτια τους.
Τα φώτα σβήνουν, το μαγαζί κλείνει και ο Τσάρτιλος ανεβαίνει στο τρακτέρ μαζί με τη γαρή του για να κινήσει για το σπίτι. Όλοι στο χωριό κοιμούνται σα να μην έχουν ιδέα τι έγινε σε εκείνο το καφενείο.
Για μας ήταν σα να ταξιδέψαμε στον Πόντο και γυρίσαμε. Αύριο μια καινούργια ημέρα αρχίζει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου